- καταφυγάς
- καταφυγά̱ς , καταφυγήplace of refugefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφυγάς — καταφυγᾱς, ὁ (Α) [καταφεύγω] φυγάδας, δραπέτης, λιποτάκτης … Dictionary of Greek